- ἐπιτίμημα
- ἐπιτίμημαlegal penaltyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτίμημα — ἐπιτίμημα, τὸ (Α) [επιτιμώ] 1. ποινή, πρόστιμο 2. επιτίμηση, επίπληξη, μομφή («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ πέντε εἰδῶν φέρουσιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιτιμημάτων — ἐπιτίμημα legal penalty neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμήματα — ἐπιτίμημα legal penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)